- παράσπιτο
- τομικρό πρόχειρο και ευτελές οίκημα που χρησιμοποιείται ως βοηθητικό και βρίσκεται δίπλα στο κύριο κτίσμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράσπιτο — το μικρό κτίσμα, δευτερεύουσα κατοικία κοντά στην κύρια οικοδομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οικάριον — οἰκάριον, τὸ (Α) [οίκος] οικίσκος, μικρό βοηθητικό οίκημα δίπλα στο κύριο κτίσμα, παράσπιτο («εἰς τὸ οἰκάριον τὸ ὄπισθε τῆς γυναικωνίτιδος», Λυσ.) … Dictionary of Greek
οικίσκος — ο (ΑΜ οἰκίσκος) [οίκος] (υποκορ. τού οίκος) μικρό σε μέγεθος σπίτι, μικρό οίκημα, σπιτάκι νεοελλ. ανεξάρτητο κτίσμα, παράρτημα μεγάλης οικοδομής, παράσπιτο («οικίσκος κηπουρού») αρχ. 1. μικρό δωμάτιο, θάλαμος 2. κλουβί στο οποίο εκτρέφονται ζώα 3 … Dictionary of Greek
συνοίκιον — και αττ. τ. ξυνοίκιον, τό, Α [συνοικος] 1. οίκημα προσαρτημένο σε άλλο μεγαλύτερο κτίσμα, παράσπιτο 2. στον πληθ. τὰ συνοικία και ξυνοίκια (στην αρχ. Αθήνα) ετήσια εορτή τελούμενη τη 17η ημέρα τού μήνα Βοηδρομιώνος ή, κατ άλλους, τη 16η τού… … Dictionary of Greek